Αφγάν

Αφγάν
(-ανος) ο , Αφγάνή η афган|ец, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Αφγάν" в других словарях:

  • όρυζα — η (Α ὄρυζα και ὄρυζον, τὸ) 1. βοτ. γένος υδροχαρών αγρωστωδών φυτών καθώς και τα φαγώσιμα σπέρματά τους, το ρύζι 2. φρ. «βράσε όρυζα» λέγεται σε περιπτώσεις κακής τροπής τών πραγμάτων ή ανεπανόρθωτης εξέλιξης μιας κατάστασης ή και για δήλωση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»